- ἱλαρότης
- ἱλᾰρότης [ῐ], ητος, ἡ,A cheerfulness, gaiety, LXXPr.18.22, D.S.3.17, Ep.Rom.12.8, Plu.Ages.2, Alciphr.3.43;
ἱ. ἡ πρὸς πάντας Vit.Philonid. p.10C.
: pl., Phld.Mus.p.85 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱ. ἡ πρὸς πάντας Vit.Philonid. p.10C.
: pl., Phld.Mus.p.85 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱλαρότης — cheerfulness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρότητα — ἱλαρότης cheerfulness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρότητας — ἱλαρότης cheerfulness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρότητες — ἱλαρότης cheerfulness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρότητι — ἱλαρότης cheerfulness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλαρότητος — ἱλαρότης cheerfulness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тихость — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἱλαρότης) ясность духа … Словарь церковнославянского языка
ιλαρότητα — η (ΑΜ ἱλαρότης) [ιλαρός] ευθυμία, φαιδρότητα, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ԶՈՒԱՐԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0744 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. Ուրախութիւն, եւ Արթնութիւն. *Առ մեզ՝ զուարթութեան անուն ուրախականին է մասն ... Ունի դարձեալ զուարթութեանն անուն զաննիրհ արթնութիւնն. Շ. հրեշտ.: Ըստ առաջնոյն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼՐՋՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0908 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 13c գ. ἰλαρότης hilaritas μεγαλοψυχία magnanimitas, munificentia. Զուարթութիւն սրտի եւ երեսաց եւ բանից. մտադիր յոժարութիւն. առատաձեռնութիւն. մեծանձնութիւն. Խնդամիտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)